ταυτόαιμος

ταυτόαιμος
η , ο родной по крови, единокровный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ταυτόαιμος" в других словарях:

  • ταυτόαιμος — η, ο / ταὐτόαιμος, ον, ΝΜ ο εξ αίματος συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ. καθαρό αιμος] …   Dictionary of Greek

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»